- σιναμώρευμα
- τὸ, Ατο να κλέβει κανείς από λαιμαργία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σινάμωρος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σιναμωρεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιναμωρεύματα — σιναμώρευμα a stolen dainty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)